Για να ακούς καλά, να μιλάς ωραία, να ρωτάς σωστά και να απαντάς ορθά πρέπει να μπορείς να σκέπτεσαι και καλά και να συλλογάσαι ελεύθερα.
Ο λόγος είναι μία κατ΄εξοχήν ανθρώπινη ιδιότητα και ο διάλογος επίσης ανήκει σε μία πολιτισμένη ανθρώπινη κοινωνία. Προϋποθέτει και προάγει την επικοινωνία των μελών.
Ο λόγος προέρχεται από τη σκέψη και τα λόγια μας, γραπτά η προφορικά είναι τα παιδιά των σκέψεών μας.
Η ικανότητα της σκέψης προϋποθέτει ένα ευρύ πεδίο γνώσης και διευρυμένο πεδίο αντίληψης. Όσο πιο πολύ διευρυμένη αντίληψη έχουμε και ικανότητα σύνδεσης των γνωστικών πεδίων τόσο πιο καλά μπορούμε να σκεφτούμε.
Η σωστή σκέψη όμως προϋποθέτει και ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό, τον σωστό και ήρεμο εσωτερικό μονόλογο -διάλογο με τον εαυτό μας.
Επειδή αυτός ο διάλογος κρατάει τον κόσμο "όρθιο και ζωντανό", είναι απαραίτητο να γίνεται σωστά και καλά. Για να συμβεί πρέπει να μην υπάρχουν αναταράξεις στις απόρροιες του "κουκουλιού".
Ένας ήρεμος και σωστός εσωτερικός διάλογος μονόλογος είναι ένας εσωτερικός διαλογισμός και οδηγεί σε καλές και σωστές σκέψεις.
Είναι κάτι που απαιτεί χρόνο, προσπάθεια επιμονή γνώση αυτογνωσία και αυτοπειθαρχία.
Ένας σωστός εσωτερικός διάλογος με τον εαυτό μας δεν είναι απλή εξάσκηση ρητορείας σοφιστείας και τεχνικής εντυπωσιασμού. Είναι η προσπάθεια του εαυτού μας να φτάσει στην αλήθεια και στην κατανόηση. Έτσι τόσο οι σκέψεις, όσο και ο λόγος ως απόρροια αυτού του διαλόγου δεν είναι ψεύτικος, είναι αληθινός άμεσος ουσιαστικός και απλός.
Το κοινωνικό σύστημα της διαμόρφωσης επειδή είναι ένα σύστημα εξουσίας και φοβάται μην τη χάσει, ούτε ευνοεί, ούτε προωθεί το σωστό εσωτερικό διάλογο. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπουμε. Οι άνθρωποι πηγαινοέρχονται στο μαγγανοπήγαδο της καθημερινότητας και της ζωής χαμένοι μέσα στα προβλήματα και στην κακή σχέση με τον εαυτό τους.
Η ανυπαρξία σωστού διαλόγου στην κοινωνική και ειδικά στην πολιτική ζωή του τόπου, το χαμηλό επίπεδο της είναι κάτι παραπάνω εμφανές.
Οι τρελοί διάλογοι μονόλογοι των πολιτικών αρχηγών θυμίζουν τους διαλόγους του Βλαντιμίρ Εστραγκόν σε σουρεαλιστικό θέατρο παραλόγου, ενώ η απουσία της λογικής φωνής των πολιτών είναι εκκωφαντική.
Στην ουσία δεν υπάρχει διάλογος επικοινωνία, ο καθένας μιλάει και ακούει τον εαυτό του και απαντάει στο γρύλο ή σε κάτι άλλο που νόμιζε ό,τι άκουσε ή κατάλαβε, αν κρίνει κανείς από τα σχόλια στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης.
Ευτυχώς υπάρχουν οι φιλόσοφοι, τα ωραία έργα και οι καλές ταινίες να θυμόμαστε πως είναι ένας λογικός διάλογος ακόμη και ανάμεσα σε ένα καλό και κακό,ακόμη και αν διαφωνούν.
Ο φιλόσοφος Schopenhauer, μέσα από ένα καταπληκτικό εσωτερικό του μονόλογο, έγραψε ένα αυτοσαρκαστικό παιχνιδιάρικο πανέξυπνο δοκίμιο στο οποίο αναλύει βαθιά και διεξοδικά τα προβλήματα του διαλόγου. Στο τελευταίο τέχνασμα καταλήγει σε ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα:
Πριν ξεκινήσεις για να ανοίξεις διάλογο με ένα πρόσωπο βεβαιώσου για το επίπεδο του. Στην ουσία δεν μπορείς να κάνεις κανένα διάλογο με θρησκόληπτα άτομα, με κομματικούς παράγοντες, με οπαδούς αθλητικών ομάδων και με πληρωμένους μισθοφόρους της εξουσίας χωρίς να κατεβάσεις το επίπεδο της συζήτησης, οπότε το αποφεύγεις ως απώλεια χρόνου και ενέργειας.
"Οξύνοντας το πνεύμα, η αντιπαράθεση είναι πράγματι ωφέλιμη και για τις δύο πλευρές, προκειμένου να διορθώσει κανείς εσφαλμένες σκέψεις και να αντιληφθεί νέες απόψεις. Όμως στη μόρφωση και την πνευματική δύναμη, οι δύο αντίπαλοι πρέπει να είναι σε κάποιο βαθμό ισοδύναμοι. Αν ένας εκ των δύο στερείται παιδείας, δεν θα μπορέσει να καταλάβει τον άλλον, καθώς δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον ανταγωνιστή του. Εάν στερείται πνευματικής δύναμης, θα πικραθεί, θα οδηγηθείσε ανέντιμα τεχνάσματα και θα καταλήξει να γίνει αγενής. Άρα, λοιπόν, ο μόνος ασφαλής κανόνας είναι να μην ξεκινήσετε μια αντιπαράθεση με τον πρώτο τυχόντα, παρά μόνο με όσους γνωστούς σας ξέρετε πως κατέχουν αρκετή ευφυΐα και αυτοσεβασμό ώστε να μην προβούν σε παραλογισμούς' με εκείνους που επικαλούνται τη λογική κι όχι την εξουσία, που υπακούουν στη λογική και ακολουθούν τις επιταγές της, και, τέλος, εκείνους που αγαπούν την αλήθεια, που είναι πρόθυμοι να δεχτούν τη λογική ακόμα κι από το στόμα του αντιπάλου τους, ενώ είναι αρκετά δίκαιοι ώστε να αντέξουν την ήττα σε περίπτωση που η αλήθεια είναι με το μέρος του άλλου. Ως εκ τούτου, μετά βίας ένας στους εκατό είναι άξιος αντίπαλός σας για μια αντιπαράθεση. Αφήστε τους υπόλοιπους να λένε ό,τι θέλουν, καθώς όλοι έχουν δικαίωμα στη βλακεία. "
Από το βιβλίο:
Σε έναν ιδανικό κόσμο, ο διάλογος και η αντιπαράθεση θα είχαν ως σκοπό την αποκάλυψη της αλήθειας ή τουλάχιστον τη σύγκλιση των απόψεων. Σε έναν τέτοιο κόσμο, η επιθυμία κάθε καλοπροαίρετου ανθρώπου θα ήταν να θέτει άξιους στόχους και να υιοθετεί τα καλύτερα μέσα για να τους πετύχει, ενώ θα προσπαθούσε να δώσει λύση στα προβλήματα με τη συνεργασία, ξεπερνώντας τις διαφωνίες και τις διαμάχες. Όμως ο πραγματικός κόσμος κάθε άλλο παρά ιδανικός είναι, και οι άνθρωποι δεν επιδιώκουν να φτάσουν στην αλήθεια, αλλά να επικρατήσουν στις διάφορες αντιπαραθέσεις' ούτε επιζητούν το καλύτερο για τους πολλούς, αλλά το καλύτερο για τον εαυτό τους. Για τη μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου, η ιδιοτέλεια είναι ισχυρότερο κίνητρο από τον αλτρουισμό, και ως εκ τούτου ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί για να υπερισχύσει στον ανταγωνισμό της καθημερινής ζωής. Τόσο επιτακτική είναι η ανάγκη του ανθρώπου για επικράτηση, που σχεδόν αμέσως μόλις οι'Ελληνες φιλόσοφοι της κλασικής αρχαιότητας άρχισαν να διερευνούν σε βάθος τη φύση των πραγμάτων, ξεκίνησε και η τέχνη της ρητορικής, η τεχνική δηλαδή που χρησιμοποιεί κάποιος προκειμένου να επιβληθεί σε μια αντιπαράθεση ανεξάρτητα από την αλήθεια ή την ουσία του εκάστοτε ζητήματος. Τίποτε δεν έχει αλλάξει από τότε. Τόσο στο κοινοβούλιο όσο και στον Τύπο, το καθεστώς της αντιπαράθεσης, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο κάποιος προκαλεί, κατηγορεί, υπεραμύνεται της θέσης του και αντεπιτίθεται, απαιτεί από όλους τους εμπλεκόμενους στον δημόσιο βίο να κατέχουν πλήρως την τέχνη της ρητορικής. Είναι αδιανόητο να αποδεχτεί κανείς μια κατηγορία πολιτικής φύσης ή να παραδεχτεί τη λασπολογία του σκανδαλοθηρικού Τύπου. Επομένως, όλα τα διαθέσιμα τεχνάσματα στρεψοδικίας πρέπει να επιστρατευτούν προκειμένου να υπερασπιστεί κάποιος τον εαυτό του, ξεγλιστρώντας από τη δύσκολη θέση, αποφεύγοντας τις ερωτήσεις, απαντώντας με ευλογοφανείς αοριστίες, εκτρέποντας και διαστρεβλώνοντας το θέμα ελισσόμενος, προσπαθώντας πάντα να φαίνεται ειλικρινής ενώ είναι το αντίθετο. Αυτή είναι η φύση των αντιπαραθέσεων στο μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής και δημόσιας ζωής, η οποία ως εκ τούτου δεν αποτελεί κονίστρα διαλόγου αλλά εξευτελισμού. Εκείνοι που επινόησαν την αμφιλεγόμενη τέχνη της επικράτησης σε μια αντιπαράθεση, ακόμη κι αν αυτό ήταν μια προσπάθεια να κάνουν τη χειρότερη περίπτωση να φαίνεται ως η καλύτερη, ήταν οι σοφιστές της αρχαίας Αθήνας, τους οποίους ο Σωκράτης και ο εξίσου διάσημος μαθητής του, Πλάτωνας, απεχθάνονταν διότι δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για την αλήθεια και (ακόμη χειρότερά, κατά τον Σωκράτη) αμείβονταν για να διδάξουν τα τεχνάσματά τους. Οι σοφιστές είχαν πάντα πολλούς πελάτες διότι η επιτυχία στις πολιτείες του αρχαίου κόσμου εξαρτιόταν από τη ρητορική δεινότητα. Κάθε ενήλικος άνδρας ήταν μέλος του κυβερνητικού σώματος και έπρεπε να αναλαμβάνει τις δικές του νομικές υποθέσεις όταν υπήρχε ανάγκη. Μια τάξη γραφιάδων δημιουργήθηκε, οι οποίοι παρείχαν επ’ αμοιβή ομιλίες για κάθε περίσταση. Αυτό όμως δεν υποβάθμισε την αξία της ρητορικής, που γρήγορα συστηματοποιήθηκε ως επιστήμη από τους πρώτους δασκάλους της. Ο Άρτουρ Σοπενχάουερ, ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους του 19ου αιώνα, αναγνώρισε όλα τα τεχνάσματα και τους ανειλικρινείς τρόπους της ρη τορικής που χρησιμοποιούνταν στις μέρες του, διότι είχε βαθιά γνώση της κλασικής ρητορικής παράδοσης. Εξάλλου, τα είχε συναντήσει όλα αυτά στους δικολαβισμούς των πολιτικών και των διάφορων άλλων υποκριτών, και σαν απάντηση έγραψε το οξύ έργο του Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο. Αυτή η ανατρεπτική μικρή πραγματεία παρουσιάζεται ως εγχειρίδιο επικράτησης έναντι οποιουδήποτε αντιπάλου σε μια αντιπαράθεση. «Εριστική διαλεκτική» έγραψε ο ίδιος ο Σοπενχάουερ, συγκαλύπτοντας έτσι κάθε ειρωνικό τόνο, «είναι η τέχνη του να λογομαχεί κανείς — και να λογομαχεί με τέτοιο τρόπο ώστε να υπερασπίζεται επαρκώς τις θέσεις του — είτε έχει δίκιο είτε άδικο». Και σαν να ήθελε να διαβεβαιώσει τους αναγνώστες του ότι το εννοούσε ειλικρινά αυτό, πρόσθεσε: «Σε μια αντιπαράθεση, πρέπει να αγνοήσουμε την αντικειμενική αλήθεια, ή μάλλον να την εκλάβουμε ως μια τυχαία συγκυρία, και να επικεντρωθούμε μόνο στην υπεράσπιση της θέσης μας και στην αντίκρουση της θέσης του αντιπάλου». Ασφαλώς, η αληθινή πρόθεση του Σοπενχάουερ ήταν να επιστήσει την προσοχή των αναγνωστών του στα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι υπόλοιποι, είτε πρόκειται για πολιτικούς είτε για δημοσιογράφους, διαφημιστές ή εμπόρους. Προφασιζόμενος ότι διδάσκει τη «στρεψοδικία» (όπως χαρακτήρισε αργότερα ο ίδιος τη ρητορική), στην πραγματικότητα δίδαξε πώς να την αναγνωρίζει κανείς και, κατ’ επέκταση, πώς να την αντιμετωπίζει. Αυτό το δηκτικό μικρό έργο παραμένει ακόμη και σήμερα ένα πολύτιμο εργαλείο για τον σκοπό αυτό. Τα τεχνάσματα που περιγράφει ο Σοπενχάουερ είναι ποικίλα. Εκνεύρισε τον αντίπαλό σου, κάνε προσωπική επίθεση στον ίδιο αντί στα επιχειρήματα του, κάνε του τόσο πολλές ερωτήσεις ώστε να τον μπερδέψεις, εάν αρνείται μια θέση, διατύπωσέ την αλλιώς ώστε να φαίνεται πως τη δέχεται, χρησιμοποίησε λεπτούς διαχωρισμούς και εξειδικευμένους ορισμούς προκειμένου να συσκοτίσεις το ζήτημα, κάνε τον αντίπαλό σου να συμφωνήσει με αρκετές αληθείς θέσεις κι ύστερα παρέμβαλε μεταξύ αυτών και τη θέση που θέλεις να παραδεχτεί, απόσπασε γρήγορα την προσοχή του αντιπάλου σου από οποιοδήποτε επιχείρημα με το οποίο θα μπορούσε να σε νικήσει, εισηγούμενος εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισης - κ.ο.κ., με δεκάδες ύπουλα κόλπα για να επικρατήσει κανείς σε μια αντιπαράθεση πάση θυσία. Ο Σοπενχάουερ, παρά τη σοβαρότητα με την οποία περιγράφει τα κακόβουλα αυτά τεχνάσματα και παρά τη γενικότερη απαισιόδοξη άποψή του για την ανθρώπινη φύση, τασσόταν σαφώς κατά της ρητορικής. Το δόγμα που ακολουθούσε ήταν το vitam im pendere 17 vero («αφιέρωσε τη ζωή σου στην αλήθεια»), κι αυτή η μικρή του πραγματεία ακολουθεί κατά κάποιον τρόπο το δόγμα αυτό, διότι φανερώνει ακριβώς τι δεν πρέπει να κάνει όποιος θέλει να είναι αληθινός και ειλικρινής σε μια αντιπαράθεση. Όπως τα περισσότερα έργα του Σοπενχάουερ, τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο είναι γεμάτη σοφία και υποδόριο χιούμορ, αποτελώντας την καλύτερη θωράκιση ενάντια στις ανέντιμες μεθόδους που χρησιμοποιούνται στους διαπληκτισμού
ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΎ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΠΑΝΤΑ ΔΙΚΙΟ
Συμπέρασμα:
Μόνο δύο άνθρωποι με σωστό εσωτερικό μονόλογο μπορούν να κάνουν καλό εξωτερικό διάλογο ανεξάρτητα αν συμφωνούν η διαφωνούν μεταξύ τους.
Αστραία ©©
Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ, ήταν Γερμανός φιλόσοφος, ιδεαλιστής, συνεχιστής, κατά τα λεγόμενα του, του Καντ και λάτρης του 'θείου', όπως τον αποκαλούσε, Πλάτωνα. Γνωστός κυρίως από το βιβλίο του "ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση", ο Σοπενχάουερ ίδρυσε μία νέα φιλοσοφία, επίκεντρο της οποίας είναι η βούληση, ως μεταφυσική αρχή κατανόησης του κόσμου αλλά και του ίδιου του ατόμου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο σημαντικότερο έργο του Σοπενxάουερ, Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση, τόνιζε τον ρόλο του κύριου κινήτρου δράσης των ανθρώπων, το οποίο ο Σοπενxάουερ ονόμαζε Βούληση.
Το 1811 μετακομίζει στο Βερολίνο, όπου παρακολουθεί τα μαθήματα του Σλάιερμαϊερ και του Φίχτε. Παίρνει πτυχίο μετά από 2 χρόνια γράφοντας μια πτυχιακή εργασία την οποία εκτίμησε ιδιαίτερα ο Γκαίτε.
Το 1820 γίνεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου μετά από μια λεκτική σύγκρουση με τον Χέγκελ. Οι ώρες των μαθημάτων του συμπίπτουν με αυτών του Χέγκελ, με αποτέλεσμα μετά από ένα εξάμηνο να διακοπούν. Έτσι αρχίζει τα ταξίδια στην Ελβετία, στην Ιταλία και στη Γερμανία.
Ο Σοπενxάουερ έκανε πολλές υποτιμητικές παρατηρήσεις πάνω στους Γερμανούς και τη Γερμανία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι «Καταλογίζει κανείς στους Γερμανούς ότι μιμούνται πότε τους Γάλλους και πότε τους Άγγλους. Ωστόσο, είναι ακριβώς ό,τι καλύτερο μπορούν να κάνουν, διότι, αν περιοριστούν στα δικά τους μέσα, δεν έχουν τίποτε καλό να επιδείξουν».
Ο Σοπενxάουερ υποστήριζε ότι ο Χριστιανισμός αποτελούσε μια επανάσταση ενάντια στην υλιστική βάση του Ιουδαϊσμού, επιδεικνύοντας μια ηθική επηρεασμένη από την Άρυα-Βεδική διδασκαλία της αυτοϋπερνίκησης, την οποία αντιπαρέβαλε στην αδαή αναζήτηση μιας επίγειας ουτοπίας, που χαρακτήριζε το Ιουδαϊκό πνεύμα:
Ενώ όλες οι άλλες θρησκείες επιδιώκουν να εξηγήσουν μέσω συμβόλων τη μεταφυσική σημασία της ζωής, η θρησκεία των Εβραίων επιμένει σε μία πολεμική ιαχή στα πλαίσια της διαπάλης των Ιουδαίων με άλλα έθνη. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Η βούληση είναι η εσωτερική αρχή κάθε φαινομένου και έχει μία έννοια ευρύτερη από αυτήν που συνήθως αναγνωρίζουμε μόνο στον άνθρωπο. Αυτή, μία και η ίδια, πραγματοποιείται αναίτια, τυφλά, άσκοπα και ατελείωτα μέσα σε όλο τον αντιληπτό κόσμο, μέσα στη φυσική δύναμη και στον κρύσταλλο ως και στην ανθρώπινη συμπεριφορά σύμφωνα με τις γενικές μορφές των φαινομένων.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.kosmologia.gr/philosophy_history/SCHOPENHAUER.htm
«Αδιάφορο αν επιδιώκουμε κάτι ή αν προσπαθούμε να γλιτώσουμε από κάτι, αν φοβόμαστε κάτι κακό ή αν επιδιώκουμε μιαν απόλαυση, ουσιαστικά πρόκειται για το ίδιο πράγμα: Η φροντίδα να ικανοποιήσουμε τη βούληση, η οποία διαρκώς απαιτεί κάτι, όποιας μορφής κι αν είναι αυτό, διακατέχει και κινεί διαρκώς τη συνείδηση.»
Το 1918 έγραψε την πρώτη εκδοχή του αριστουργήματος του Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση, για το οποίο έτρεφε μεγάλη ιδέα, καθώς ισχυριζόταν πως ορισμένες από τις σελίδες του τού τις είχε απαγορεύσει το Άγιο Πνεύμα. Το βιβλίο δεν είχε την προσδοκώμενη απήχηση και χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια, ώστε να αποκτήσει κάποιαν αναγνώριση.
https://www.maxmag.gr/book/sigrafeis/arthour-sopenchaouer-o-kosmos-san-voulisi-ke-san-parastasi/
Σοπενχάουερ, «Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση» (απόσπασμα)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάθε βουλητικό ενέργημα πηγάζει από την ανάγκη, επομένως από στέρηση, επομένως από πόνο. Με την πλήρωση της ανάγκης ο πόνος σταματά, ωστόσο σε κάθε επιθυμία που έχει εκπληρωθεί αντιστοιχούν τουλάχιστον δέκα ανεκπλήρωτες· κι ακόμα, η επιθυμία διαρκεί πολύ, οι απαιτήσεις τείνουν στο άπειρο, ενώ η πλήρωση είναι σύντομη και λειψή. Αλλά κι αυτή ακόμα η τελική ικανοποίηση είναι μόνο φαινομενική, η επιθυμία που εκπληρώθηκε δίνει αμέσως τη θέση της σε άλλη επιθυμία: η προηγούμενη ήταν πλάνη που την έχουμε πια καταλάβει, η νέα επιθυμία είναι πλάνη που δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτή. Δεν υπάρχει αντικείμενο της βούλησης που η απόκτησή του να μπορεί να μας δώσει σταθερή, αμετακίνητη πια ικανοποίηση: Το πράγμα μοιάζει με την ελεημοσύνη που πετάει κανείς στον ζητιάνο και που τον βοηθάει να τα βγάλει πέρα σήμερα παρατείνοντας έτσι το μαρτύριό του ώς αύριο. Για τούτο λοιπόν, όσο η συνείδησή μας εξακολουθεί να διακατέχεται από τη βούλησή μας, όσο είμαστε έρμαιο των επιθυμιών, με τις ελπίδες και τους φόβους που διαρκώς τις συνοδεύουν, όσο είμαστε υποκείμενα του βούλεσθαι, δεν θα έχουμε ποτέ σταθερή ευτυχία και γαλήνη. Αδιάφορο αν επιδιώκουμε κάτι ή αν προσπαθούμε να γλιτώσουμε από κάτι, αν φοβόμαστε κάτι κακό ή αν επιδιώκουμε μιαν απόλαυση, ουσιαστικά πρόκειται για το ίδιο πράγμα: Η φροντίδα να ικανοποιήσουμε τη βούληση, η οποία διαρκώς απαιτεί κάτι, όποιας μορφής κι αν είναι αυτό, διακατέχει και κινεί διαρκώς τη συνείδηση.
[πηγή: Σοπενχάουερ, Επιλογή από το έργο του, μτφρ. Ν. Σκουτερόπουλος-Κλ. Μπέτσεν, Στιγμή, Αθήνα 1996, σ. 70-71]